- θεόργητος
- θεόργητος, ον,= θεομανής, Sch.A.Th.653. [full] θεορέω,A v. θεωρέω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεόργητος — θεόργητος, ον (Α) θεομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + όργητος (< οργος < οργή κατά τα άνοος > ανόητος, πρβλ. βαρυ όργητος, δυσ όργητος] … Dictionary of Greek
θεόργητον — θεόργητος masc/fem acc sg θεόργητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek